ανένωτος

ανένωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ενωθεί με κάποιον άλλο
2. (για χρωματισμούς) όποιος δεν εναρμονίζεται με τους υπόλοιπους χρωματισμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”